Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τωρινή μου

  • 1 γνώση

    η
    1) знание; понимание, осознание;

    η γνώσ της πραγματικότητας — понимание реального положения;

    η γνώση τού κινδύνου — осознание опасности;

    2) πλ. знания;

    επιστημονικές (πρακτικές) γνώσεις — научные (практические) знания;

    3) благоразумие, рассудительность;

    § βάζω γνώση — образумливаться; — исправляться;

    κοντά στη γνώση — и με νοΒ και με γνώση — обдуманно;

    κοντά στο νού κι' η γνώση — само собой (разумеется);

    τωρινή μου γνώση να σ' είχα πάντα — или στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα — погов, задним умом крепок

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γνώση

  • 2 δυνατός

    η, ό[ν]
    1) в разн. знач сильный;

    δυνατή κράση — крепкое здоровье;

    δυνατή παγωνιά — сильный мороз;

    δυνατ επιστήμων (καλλιτέχνης) — крупный учёный (художник);

    δυνατή επιρροή — сильное влияние;

    είναι πολύ δυνατός με την τωρινή κυβέρνηση — он влиятельное лицо в нынешнем правительстве;

    δυνατ πυρετός — сильный жар;

    δυνατ πόνος — сильная боль;

    δυνατή φωνή — сильный крик; — громкий голос;

    δυνατό άρωμα — сильный запах (приятный);

    δυνατή μυρωδιά — сильный запах (чаще неприятный);

    2) крепкий, прочный;

    δυνατό σχοινί — прочная верёвка;

    3) перен. крепкий;

    δυνατός καπνός — крепкий табак;

    δυνατό κρασί — крепкое вино;

    4) возможный, потенциальный;

    είναι δυνατό — можно, возможно;

    δεν είναι δυνατό — а) нельзя, невозможно;

    б) не может быть;

    μόλις θα είναι δυνατό — при первой возмож- ности;

    τα δυνατά — всё возможное;

    § βάζω ( — или βάλλω) τα δυνατά μου — прилагать усилия, стараться;

    κάνω τα αδύνατα δυνατά — делать невозможное;

    κατά το δυνατόν — или όσο[ν] το δυνατό[ν] — по (мере) возможности;

    насколько возможно;

    όσο[ν] το δυνατό[ν] γρηγορώτερα — как можно быстрее

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δυνατός

См. также в других словарях:

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»